Σαντορίνη

Η νεότερη χέρσος της ανατολικής Μεσογείου, το ενεργό ηφαιστειακό κέντρο της Νέας Καμένης δεσπόζει στο πρώτο πλάνο της αεροφωτογραφίας. Οι πλέον κοντινοί λόφοι είναι δημιούργημα των εκρήξεων του 1866-1870 (θόλος Γεωργίου, στο κέντρο με τους κεντρικούς κρατήρες της νησίδας) και του 1940 (θόλος Φουκέ, αριστερά). Στη συνέχεια διακρίνεται ο θόλος Νίκη του 1941 (ο λόφος με το έντονο κόκκινο χρώμα. Δεξιά απλώνονται οι λάβες του 1925-1926, ενώ ακόμα πιο μπροστά διακρίνονται τα παλαιότερα πετρώματα του νησιού: οι λάβες της Μικρής Καμένης του 1570, με τον όρμο της Ερινιάς στους πρόποδές τους. Το διαρκώς μεταβαλλόμενο, ασταθές και αφιλόξενο για τον άνθρωπο τοπίο της Νέας Καμένης (στη μεγαλύτερη έκτασή του δεν διαθέτει ούτε στοιχειώδες έδαφος) χρησιμοποιήθηκε μόνο τον 19ο αιώνα για να φιλοξενήσει οικήματα για θερμά λουτρά και χώρους επιδιόρθωσης των σκαφών των Σαντορινιών. Στο βάθος της εικόνας κυριαρχούν τα γκρεμνά της καλδέρας της Σαντορίνης, στεφανωμένα με τους οικισμούς των Φυρών, Φυροστεφανιού και Ημεροβιγλίου, ενοποιημένοι πλέον από τη συνεχή δόμηση των τελευταίων δύο δεκαετιών.

Η Σαντορίνη, μαζί με τη Νίσυρο, είναι τα δύο νεώτερα και πλέον ενεργά ηφαίστεια της περιοχής του Αιγαίου. Άρχισε να οικοδομείται πριν από περίπου 700.000 χρόνια (βλ. Σχήμα 1). Τα μεγάλα ασπιδόμορφα ηφαίστεια από βασάλτη και τα συμπλέγματα θόλων και παχιών ρευμάτων λάβας από ρυοδακίτη, που δημιουργούνται από τη συνεχή ήπια ηφαιστειακή δράση, καταστρέφονται κάθε περίπου 30.000 χρόνια από μία τεράστια έκρηξη του ηφαιστείου (βλ. Σχήμα 2). Δώδεκα τέτοιες εκρήξεις έχουν καταγραφεί στη Σαντορίνη. Η τελευταία και πιο γνωστή, εκδηλώθηκε το 1614 π.Χ., κατά την Ύστερη Εποχή του Χαλκού, την εποχή που στη Σαντορίνη άνθιζε ένας θαυμάσιος πολιτισμός, παρόμοιος με αυτόν της Μινωικής Κρήτης. Για το λόγο αυτό, η έκρηξη ονομάστηκε "Μινωική". Είναι η μεγαλύτερη έκρηξη ηφαιστείου που έζησε ο άνθρωπος τα τελευταία 10.000 χρόνια και η αρχαιολογική σκαπάνη αποκαλύπτει τα τελευταία 40 χρόνια, στη θαμμένη από την ηφαιστειακή τέφρα της έκρηξης πόλη του Ακρωτηριού (βλ. Εικόνα 1), θαυμαστά ευρήματα και συσσωρεύει πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση των τότε κατοίκων της Σαντορίνης. Πέρα από αυτήν την καθοριστικής σημασίας υπηρεσία στην ανθρωπότητα, η τέφρα της Μινωικής έκρηξης που σκέπασε Θήρα, Θηρασία και Ασπρονήσι με δεκάδες μέτρα ελαφρόπετρας και λεπτής λευκής στάχτης (η άσπα των Θηραίων), συνέβαλε καθοριστικά σε πολλές άλλες πλευρές της ζωής των Σαντορινιών: Η ύπαρξή της καθιέρωσε ως κύρια κατοικία το υπόσκαφο, η προέκταση του οποίου πέραν της τέφρας απαιτεί κατασκευή θόλου. Ο θόλος υποστηρίζεται κατασκευαστικά από τα ακανόνιστης μορφής τεμάχη λάβας που βρίθουν μέσα στα στρώματα της τέφρας (βλ. Σχήμα 3). Με αυτόν τον τρόπο, η τέφρα καθορίζει την αρχιτεκτονική του χώρου. Η τέφρα χρησιμοποιείται επίσης εκτενώς για την παραγωγή των επιχρισμάτων σε οικίες και στέρνες: Αναμιγνύοντας ηφαιστειακή στάχτη και ασβέστη παράγεται ένα αποτελεσματικό τσιμέντο, γνωστό σήμερα με τη Ρωμαϊκή του ονομασία "ποτσολάνα", με πολύ καλές υδραυλικές ιδιότητες. Αυτό χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τη νεολιθική εποχή ως τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα κανάλι του Σουέζ κατασκευάστηκε από τέτοιο τσιμέντο, χρησιμοποιώντας την ηφαιστειακή στάχτη της Σαντορίνης, ενώ η "άσπα", ως εξαγώγιμο υλικό, στήριξε καθοριστικά την οικονομία της Σαντορίνης τον 19ο και 20ο αιώνα.

Η Μινωική έκρηξη έδωσε στο νησιώτικο σύμπλεγμα τη σημερινή του μορφή (Θήρα, Θηρασία, Ασπρονήσι), δημιουργώντας μια μεγαλοπρεπή καλδέρα, η οποία κατακλύσθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της από τη θάλασσα, συνθέτοντας ένα τοπίο μοναδικού κάλλους και γεωλογικής σπουδαιότητας (βλ. Σχήμα 4 και Εικόνα 2). Μετά την τελευταία μεγάλη έκρηξη, η ηφαιστειακή δραστηριότητα συνέχισε με ήπια εξωθητική δράση στο κέντρο της καλδέρας, οικοδομώντας ένα υποθαλάσσιο βουνό. Η κορυφή αυτού του βουνού αναδύεται πρώτη φορά με την έκρηξη του 197 π.Χ. Από τότε έως σήμερα οκτώ ακόμη ήπιες εκρήξεις οικοδόμησαν τα νησιά της Παλαιάς και Νέας Καμένης. Η τελευταία έκρηξη εκδηλώθηκε το 1950 (βλ. Εικόνα 3), δημιουργώντας στη Νέα Καμένη τη νεώτερη χέρσο της ανατολικής Μεσογείου (βλ. Εικόνα 4).

Στη Σαντορίνη η χλωρίδα και πανίδα είναι φτωχή καθώς η Μινωική έκρηξη δεν επέτρεψε την επιβίωση καμιάς μορφής ζωής στο χώρο. Τα δέντρα σπανίζουν τόσο λόγω της έλλειψης του νερού όσο και λόγω του δυνατού αέρα. Οι γυμνές από υψηλή βλάστηση πλαγιές και ο αέρας που μεταφέρει εύκολα την ελαφρόπετρα, υποβάλλοντας σε συνεχή αμμοβολή τα φυτά, ανάγκασαν τους Σαντορινιούς να εφεύρουν την καλλιέργεια του αμπελιού σε κοφινοειδή μορφή (βλ. Εικόνα 5). Η μορφολογία των ακτών του νησιού ελέγχεται από την ύπαρξη της καλδέρας: στο εσωτερικό της βρίσκονται κατακόρυφες βραχώδεις δύσβατες ή άβατες ακτές (βλ. Εικόνα 6), ενώ στην εξωτερική περίμετρο του νησιού αναπτύσσονται εκτενείς ομαλές ακτές με άμμο.

Παρά το ότι οι βροχοπτώσεις είναι ελάχιστες (λιγότερο από 40 εκατοστά το χρόνο), τα κατώτερα στρώματα της Μινωικής κίσσηρης φιλοξενούν ένα ανοικτό προς τη θάλασσα υδροφόρο ορίζοντα ο οποίος σήμερα υπεραντλείται από πλήθος γεωτρήσεων. Υπάρχουν επίσης αρκετές πηγές θερμού νερού.

Στη Σαντορίνη η ανθρώπινη παρουσία φαίνεται να διακόπτεται μόνο για 2-3 αιώνες, μεταξύ 1600-1300 π.Χ., λόγω της Μινωικής έκρηξης. Όλο το υπόλοιπο διάστημα λειτουργεί ως σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο. Η αγροτική παραγωγή ήταν πάντα ιδιαίτερα αναπτυγμένη, παρά την έλλειψη νερού (βλ. Εικόνα 7). Το βασικό αγροτικό προϊόν ήταν το θαυμάσιο σαντορινιό κρασί. 'Όμως η κύρια πλουτοπαραγωγική πηγή της Σαντορίνης ήταν πάντα ο εμπορικός της στόλος. Οι σαντορινιοί έμποροι και καραβοκύρηδες έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη διακίνηση των αγαθών της ανατολικής Μεσογείου από την εποχή του χαλκού έως και τον προηγούμενο αιώνα. Στην αρχή του 20ου αιώνα εγκαταστάθηκαν ορισμένες μεταποιητικές επιχειρήσεις (επεξεργασία ντομάτας και κλωστοϋφαντουργία) που λειτούργησαν κερδοφόρα για μερικές δεκαετίες.

Ο πληθυσμός του νησιού αριθμούσε πάντα αρκετές χιλιάδες κατοίκους. Ο καταστροφικός σεισμός του 1956 προκάλεσε μαζική μετανάστευση, κυρίως προς την Αθήνα. Το νησί αρχίζει να αναπτύσσεται ξανά μετά το 1970, όταν εκδηλώθηκε και το έντονο τουριστικό ενδιαφέρον, παράλληλα με την έναρξη των αρχαιολογικών ανασκαφών στο Ακρωτήρι. Οι σημερινοί μόνιμοι κάτοικοι είναι περίπου 10.000.

Η οικονομία της Σαντορίνης βασίζεται κυρίως στην τουριστική βιομηχανία, η οποία αναπτύχθηκε αλματωδώς τα τελευταία 30 χρόνια χωρίς όμως να λάβει υπόψη της τα τοπικά δεδομένα. Τα ευρήματα των ανασκαφών του οικισμού της Ύστερης Εποχής του Χαλκού και το μοναδικό τοπίο των πρανών της καλδέρας την καθιέρωσαν ως τουριστικό θέρετρο υψηλού επιπέδου. Σήμερα διαθέτει περίπου 45.000 κλίνες που εξυπηρετούν ετησίως περίπου 1.000.000 επισκέπτες (βλ. Εικόνα 8). Διαθέτει αεροδρόμιο ικανό να εξυπηρετεί πτήσεις charters και ικανοποιητικό λιμάνι.

Η εξορυκτική δραστηριότητα έχει, ευτυχώς, απαγορευτεί τα τελευταία 10 χρόνια. Η αγροτική παραγωγή έχει περιοριστεί κυρίως στο φημισμένο σαντορινιό κρασί. Καλλιεργούνται 14.000 στρέμματα αμπελιών και παράγονται περίπου 4.000 τόνοι κρασί ΟΠΑΠ.

Το νησί καλύπτει τις ανάγκες του σε νερό με μια σειρά γεωτρήσεις. Η συνεχής υπεράντληση οδήγησε στην εισβολή της θάλασσας στον υδροφόρο ορίζοντα, με αποτέλεσμα η ποιότητα του νερού που αντλείται σήμερα να είναι πολύ χαμηλή. Μικρή ποσότητα νερού παράγεται από μονάδες αφαλάτωσης με αντίστροφη όσμωση του θαλασσινού νερού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου